εὐεργετικῆς

εὐεργετικῆς
εὐεργετικός
productive of benefit
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαλόχαρος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλες χάρες, που είναι πολύ χαριτωμένος 2. αυτός που χαρίζει πολλά, γενναιόδωρος 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεγαλόχαρη προσωνυμία τής Θεοτόκου ως κεχαριτωμένης και πολύ ευεργετικής σε αυτούς που τήν επικαλούνται. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ινιάρο, Λούις — (Louis Ignarro, Νέα Υόρκη 1941 –). Αμερικανός φαρμακολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στη Μινεάπολη των ΗΠΑ. Mαζί με διακεκριμένους …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”